- περισυλώ
- -άω, Α1. αφαιρώ κάτι ολόγυρα, αφαιρώ τελείως2. απογυμνώνω κάποιον ή κάτι από όλα ὁσα είχε επάνω του3. κλέβω, αρπάζω4. (κυρίως σχετικά με νεκρούς) κλέβω ὁ,τι πολύτιμο έχει, διενεργώ πλήρη σύληση.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + συλῶ «αφαιρώ, απογυμνώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.